- βαρυβόας
- βᾰρῠβόας1 deep roaring βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρυβόας — βαρυβόας, ο (Α) αυτός που αντηχεί βαριά («βαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βόας < βοώ] … Dictionary of Greek
βαρυβόας — βαρυβόᾱς , βαρυβόας heavy sounding masc acc pl βαρυβόᾱς , βαρυβόας heavy sounding masc nom sg (epic doric aeolic) βαρυβόᾱς , βαρυβόης masc acc pl βαρυβόᾱς , βαρυβόης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυβόαν — βαρυβόᾱν , βαρυβόας heavy sounding masc acc sg (epic doric aeolic) βαρυβόας heavy sounding masc acc sg βαρυβόᾱν , βαρυβόης masc acc sg (epic doric aeolic) βαρυβόης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek